Rozszerzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: rozszerzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επέκταση, προέκταση, συνοδεία, ενίσχυση, έκταση, διαστολή, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bifilarny στα ελληνικά - δίμιτου, bifilar, δίμιτο, το δίμιτο, δίκλωνο
- dytyramb στα ελληνικά - διθύραμβος, διθύραμβο, διθυράμβους, διθυράμβου, διθυραμβοποιός
- enologia στα ελληνικά - Οινολογία, Οινολογίας, οινολογικα, την οινολογία
- heterodoksyjny στα ελληνικά - ετερόδοξος, ετεροδόξων, ετεροδόξους, ετερόδοξοι, ετερόδοξες
Τυχαίες λέξεις
Rozszerzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επέκταση, προέκταση, συνοδεία, ενίσχυση, έκταση, διαστολή, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης
Μεταφράσεις: επέκταση, προέκταση, συνοδεία, ενίσχυση, έκταση, διαστολή, μεγέθυνση, διεύρυνση, διεύρυνσης, τη διεύρυνση, της διεύρυνσης