Rozważać στα ελληνικά

Μετάφραση: rozważać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντανακλώ, σταθμίζω, κορμοστασιά, αμφισβητούμενος, εικάζω, κερδοσκοπώ, εσκεμμένος, διαλογίζομαι, συμβουλεύομαι, αναμετρώ, θεωρώ, ζυγίζω, αντικατοπτρίζω, ζυγιάζω, ανατρέχω, συλλογίζομαι, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Rozważać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aleksandra στα ελληνικά - Aleksandra, Αλεξάνδρα, Αλεξάντρα, την Αλεξάνδρα, Αλεκσάντρα
  • areszt στα ελληνικά - γόμφος, παρακράτηση, κοινός, φύλαξη, διάταξη, κηδεμονία, προσοχή, ...
  • dogmatyzm στα ελληνικά - δογματισμός, δογματισμό, δογματισμού, το δογματισμό, δογματισμούς
  • elipsoida στα ελληνικά - ελλειψοειδές, ελλειψοειδούς, ελλειψοειδή, ελλειψοειδής, ελλειψοειδείς
Τυχαίες λέξεις
Rozważać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντανακλώ, σταθμίζω, κορμοστασιά, αμφισβητούμενος, εικάζω, κερδοσκοπώ, εσκεμμένος, διαλογίζομαι, συμβουλεύομαι, αναμετρώ, θεωρώ, ζυγίζω, αντικατοπτρίζω, ζυγιάζω, ανατρέχω, συλλογίζομαι, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει