Rozwidlać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozwidlać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίζω, κλάδος, διχάζω, διαιρώ, υποκατάστημα, κλαδί, εξάπλωση, διάδοση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autodydakta στα ελληνικά - αυτοδίδακτος, αυτοδίδακτο
- etyka στα ελληνικά - ηθική, φιλοσοφία, δεοντολογία, δεοντολογίας, ηθικής, την ηθική
- gazowany στα ελληνικά - βράζων, συρίζων, ανθρακούχα, αεριούχα, τα ανθρακούχα
- granatowiec στα ελληνικά - ρόδι, ροδιού, το ρόδι, ροδιών, του ροδιού
Τυχαίες λέξεις
Rozwidlać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίζω, κλάδος, διχάζω, διαιρώ, υποκατάστημα, κλαδί, εξάπλωση, διάδοση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Μεταφράσεις: χωρίζω, κλάδος, διχάζω, διαιρώ, υποκατάστημα, κλαδί, εξάπλωση, διάδοση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής