Ryzykować στα ελληνικά
Μετάφραση: ryzykować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κίνδυνος, αποτολμώ, τολμώ, τύχη, επιχειρώ, ριψοκινδυνεύω, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, διακυβεύω, ρισκάρω, πάσσαλος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- despota στα ελληνικά - δεσπότης, δεσπότη, δυνάστης, ο Δεσπότης, δυνάστη
- dziki στα ελληνικά - κόβω, βάρβαρος, μανιασμένος, κτηνώδης, καταβεβλημένος, θηριώδης, άγριος, ...
- ewangelicznie στα ελληνικά - ευαγγελικές, τις ευαγγελικές
- immunologiczny στα ελληνικά - απρόσβλητος, άτρωτος, ανοσολογική, ανοσολογικές, ανοσολογικών, ανοσολογικής, ανοσολογικά
Τυχαίες λέξεις
Ryzykować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κίνδυνος, αποτολμώ, τολμώ, τύχη, επιχειρώ, ριψοκινδυνεύω, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, διακυβεύω, ρισκάρω, πάσσαλος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
Μεταφράσεις: κίνδυνος, αποτολμώ, τολμώ, τύχη, επιχειρώ, ριψοκινδυνεύω, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, διακυβεύω, ρισκάρω, πάσσαλος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου