Τολμώ στα πολωνικά

Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsięwzięcie, odważyć, narażać, ryzykować, spekulacja, ryzyko, zaryzykować, próba, odważyć się, dare, śmiesz, odważył, śmiał
Τολμώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τολμώ

τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, τολμώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • τοκογλύφος στα πολωνικά - lichwiarz, pożyczkodawca, kredytodawca, lichwiarza, lichwiarzem
  • τολμηρός στα πολωνικά - junacki, awanturniczy, odważny, zuchowaty, ryzykowny, dziarski, ozdobny, ...
  • τολύπη στα πολωνικά - powiew, chuch, bufa, szumny, ptysiowy, chuchać, podmuch, ...
  • τομέας στα πολωνικά - królestwo, zagon, państwo, boisko, pole, niwa, domena, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przedsięwzięcie, odważyć, narażać, ryzykować, spekulacja, ryzyko, zaryzykować, próba, odważyć się, dare, śmiesz, odważył, śmiał