Rzeczowy στα ελληνικά
Μετάφραση: rzeczowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλός, αληθινός, είδος, αντικειμενικός, θετικός, ευγενικός, πραγματικός, ξεμέθυστος, νηφάλιος, ουσιαστικό, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anormalnie στα ελληνικά - ασυνήθιστα, αφύσικα, ανώμαλα, ασυνήθως, υπερβολικά
- cementować στα ελληνικά - μπετό, τσιμέντο, λάσπη, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
- dalekobieżny στα ελληνικά - υπεραστικές, μεγάλων αποστάσεων, μεγάλες αποστάσεις, σε μεγάλες αποστάσεις, μεγάλης απόστασης
- dorodny στα ελληνικά - υποκοριστικός, όμορφος, ωραίος, γερός, ρωμαλέος, όμορφο, όμορφου
Τυχαίες λέξεις
Rzeczowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλός, αληθινός, είδος, αντικειμενικός, θετικός, ευγενικός, πραγματικός, ξεμέθυστος, νηφάλιος, ουσιαστικό, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό
Μεταφράσεις: καλός, αληθινός, είδος, αντικειμενικός, θετικός, ευγενικός, πραγματικός, ξεμέθυστος, νηφάλιος, ουσιαστικό, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, πραγματική, πραγματικό