Skonfiskować στα ελληνικά
Μετάφραση: skonfiskować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dezynfekujący στα ελληνικά - απολυμαντικό, Απολυμάνσεις, Απολυμαντικά, Απολύμανση, Απολυμαντική
- embolia στα ελληνικά - εμβολισμός, εμβολή, εμβολής, εμβολισμού, εμβολισμό
- fotolitografia στα ελληνικά - φωτολιθογραφία, φωτολιθογραφικές, φωτολιθογραφίας, η φωτολιθογραφία, φωτολιθογραφια
- gulasz στα ελληνικά - στιφάδο, stew, κατσαρόλας, βραστό, κατσαρόλα
Τυχαίες λέξεις
Skonfiskować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Μεταφράσεις: δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν