Skontrolować στα ελληνικά
Μετάφραση: skontrolować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, εποπτεύω, επιθεωρώ, σταματώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apetyczny στα ελληνικά - γευστικός, ορεκτικός, ελκυστικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
- apteka στα ελληνικά - φαρμακείο, χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων
- braki στα ελληνικά - ελλείψεις, ανεπάρκειες, ελλείψεων, ελαττώματα, αδυναμίες
- inwar στα ελληνικά - INVAR, από INVAR
Τυχαίες λέξεις
Skontrolować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, εποπτεύω, επιθεωρώ, σταματώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Μεταφράσεις: ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, εποπτεύω, επιθεωρώ, σταματώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη