Skrzypieć στα ελληνικά
Μετάφραση: skrzypieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυχή, τρίζω, γρατσουνιά, ξύνω, τρίξιμο, τριζοβολώ, γρατσουνίζω, κροτάλισμα, γρύζω, τριγμός, τρίζει, να τρίζει, τρίζει κα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dorsz στα ελληνικά - βακαλάος, μπακαλιάρος, γάδου, γάδο, του γάδου
- gaj στα ελληνικά - άλσος, Grove, ελαιώνα, δάσος, άλσους
- głupio στα ελληνικά - ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
- interpolować στα ελληνικά - παρεισάγω, παρεμβάλλει, παρεμβάλει, να παρεμβάλλει, παρεμβάλονται
Τυχαίες λέξεις
Skrzypieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυχή, τρίζω, γρατσουνιά, ξύνω, τρίξιμο, τριζοβολώ, γρατσουνίζω, κροτάλισμα, γρύζω, τριγμός, τρίζει, να τρίζει, τρίζει κα
Μεταφράσεις: αμυχή, τρίζω, γρατσουνιά, ξύνω, τρίξιμο, τριζοβολώ, γρατσουνίζω, κροτάλισμα, γρύζω, τριγμός, τρίζει, να τρίζει, τρίζει κα