Sprzeciwić στα ελληνικά
Μετάφραση: sprzeciwić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιτείνω, εναντιώνομαι, αψηφώ, αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι, αντικείμενο, αντιταχθεί, αντιτίθενται, αντιταχθούν, αντίθετοι, διατυπώσει αντιρρήσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fotoliza στα ελληνικά - φωτόλυση, φωτόλυσης, η φωτόλυση, φωτολύσεως, της φωτόλυσης
- genetyka στα ελληνικά - φυσική, γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
- irygator στα ελληνικά - ποτίζων, irrigator, καταιο, καταιονιστής, καταιονιστή
Τυχαίες λέξεις
Sprzeciwić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιτείνω, εναντιώνομαι, αψηφώ, αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι, αντικείμενο, αντιταχθεί, αντιτίθενται, αντιταχθούν, αντίθετοι, διατυπώσει αντιρρήσεις
Μεταφράσεις: αντιτείνω, εναντιώνομαι, αψηφώ, αντιτίθεμαι, αντιστέκομαι, αντικείμενο, αντιταχθεί, αντιτίθενται, αντιταχθούν, αντίθετοι, διατυπώσει αντιρρήσεις