Stoisko στα ελληνικά
Μετάφραση: stoisko, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίπτερο, εξέδρα, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brawurowy στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, ριψοκίνδυνος, παράτολμος, απερίσκεπτη, αλόγιστες, απερίσκεπτο
- chlordan στα ελληνικά - χλωρδάνιο, χλωρντάν, χλωρδάνη, χλωροντέιν, chlordane
- fauna στα ελληνικά - πανίδα, πανίδας, χλωρίδας, της πανίδας, την πανίδα
- hafciarz στα ελληνικά - ράπτων, stitcher, συρραπτικό, ράχης, μηχανής ραφής
Τυχαίες λέξεις
Stoisko στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίπτερο, εξέδρα, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται
Μεταφράσεις: περίπτερο, εξέδρα, στάση, σταθεί, ηρεμία, παραμείνει, στέκονται