Stolica στα ελληνικά
Μετάφραση: stolica, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archiwista στα ελληνικά - ληξίαρχος, αρχειοφύλακας, αρχειοφύλακα, αρχειοθέτης, αρχειοθέτη, αρχειονόμος
- bezpłatnie στα ελληνικά - δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- dystans στα ελληνικά - αποκόλληση, μήκος, απόσταση, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, εξ αποστάσεως
- egzystencja στα ελληνικά - ισόβιος, βίος, ζωή, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, ...
Τυχαίες λέξεις
Stolica στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, μητρόπολη, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια