Szarpać στα ελληνικά

Μετάφραση: szarpać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαδώ, τράβηγμα, κόπανος, σχίζω, παραπαίω, σέρνω, τράνταγμα, κλονισμός, παραδέρνω, σκίζω, τραβώ, δάκρυ, μαλάκας, τίναγμα, ζετέ
Szarpać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • automatyczny στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
  • bezwzględny στα ελληνικά - αληθινός, δριμύς, προστακτική, αυστηρός, άσπλαχνος, απόλυτος, πραγματικός, ...
  • burak στα ελληνικά - τεύτλο, τεύτλων, τεύτλα, ζαχαρότευτλα, τα τεύτλα, τεύτλου
  • furkot στα ελληνικά - βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Τυχαίες λέξεις
Szarpać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαδώ, τράβηγμα, κόπανος, σχίζω, παραπαίω, σέρνω, τράνταγμα, κλονισμός, παραδέρνω, σκίζω, τραβώ, δάκρυ, μαλάκας, τίναγμα, ζετέ