Szturchać στα ελληνικά

Μετάφραση: szturchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπηχτή, σπρώχνω, μπήγω, τσιγκλώ, χωμένος, ώθηση, σακί, σπρωξίματος, poke, σάκος, κεντώ
Szturchać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czekoladka στα ελληνικά - σοκολάτα, σοκολάτας, τη σοκολάτα, της σοκολάτας, η σοκολάτα
  • człon στα ελληνικά - κρίκος, στέλεχος, κρατίδιο, διορία, τρίμηνο, μέλος, στοιχείο, ...
  • fotokarabin στα ελληνικά - Gun, όπλο, πυροβόλο όπλο, Πιστόλι, πυροβόλων όπλων
  • hipnotyzer στα ελληνικά - υπνωτιστής, hypnotist, υπνωτιστή
Τυχαίες λέξεις
Szturchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπηχτή, σπρώχνω, μπήγω, τσιγκλώ, χωμένος, ώθηση, σακί, σπρωξίματος, poke, σάκος, κεντώ