Trud στα ελληνικά

Μετάφραση: trud, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, ταλαιπωρία, ενοχλώ, φασαρία, κακουχία, μόχθος, μπελάς, κόπος, κούραση, μόχθο, μόχθου, κόπο
Trud στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baba στα ελληνικά - σκαθάρι, γυναίκα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
  • bielak στα ελληνικά - λευκίτης, albino, αλμπίνο, Ο Albino, λευκοπαθικοί
  • bolid στα ελληνικά - βολίδα, bolide
  • dyrektorka στα ελληνικά - διευθυντής, σκηνοθέτης, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
Τυχαίες λέξεις
Trud στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, ταλαιπωρία, ενοχλώ, φασαρία, κακουχία, μόχθος, μπελάς, κόπος, κούραση, μόχθο, μόχθου, κόπο