Tynkować στα ελληνικά

Μετάφραση: tynkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λευκοπλάστης, γύψος, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου
Tynkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brać στα ελληνικά - αναβάτης, λαμβάνω, ανοικτός, ανοιχτός, τζόκεϊ, παράγομαι, προέρχομαι, ...
  • ekwipaż στα ελληνικά - καροτσάκια, άμαξες, βαγόνια, φορεία, βαγονιών
  • eskapizm στα ελληνικά - φυγής, απόδρασης, τάση φυγής, escapism, της φυγής
  • gąsienicznik στα ελληνικά - ιχνεύμων
Τυχαίες λέξεις
Tynkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λευκοπλάστης, γύψος, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου