Ułomność στα ελληνικά
Μετάφραση: ułomność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδυναμία, ψεγάδι, ανικανότητα, κακία, ανηθικότητα, ατέλεια, αναπηρία, αδυναμίας, την αδυναμία, της αδυναμίας, η αδυναμία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- błękitność στα ελληνικά - μπλε
- cogodzinny στα ελληνικά - ωριαίος, ωριαία, ωριαίες, ώρα, ωριαίο
- formuła στα ελληνικά - τύπος, φόρμουλα, τύπου, τύπο, χημικού τύπου
- inscenizator στα ελληνικά - παραγωγός, παραγωγό, τον παραγωγό, παραγωγών, παραγωγού
Τυχαίες λέξεις
Ułomność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδυναμία, ψεγάδι, ανικανότητα, κακία, ανηθικότητα, ατέλεια, αναπηρία, αδυναμίας, την αδυναμία, της αδυναμίας, η αδυναμία
Μεταφράσεις: αδυναμία, ψεγάδι, ανικανότητα, κακία, ανηθικότητα, ατέλεια, αναπηρία, αδυναμίας, την αδυναμία, της αδυναμίας, η αδυναμία