Ubywać στα ελληνικά

Μετάφραση: ubywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, υποχωρώ, μείωση, παρακμή, ελαττώνομαι, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη
Ubywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciosać στα ελληνικά - πελεκώ, τσιπ, λαξεύω, HEW, της HEW, για λαξεύω
  • fastrygowanie στα ελληνικά - ραντίσματος, ράντισμα, basting, το ράντισμα, περιχύνοντας
  • futurysta στα ελληνικά - φουτουριστής, μελλοντιστής, futurist, μελλοντολόγος, φουτουριστικής
  • gapiowaty στα ελληνικά - χαζός, απρόσεκτος, απρόσεκτη, απρόσεκτοι, απρόσεκτο, απρόσεκτες
Τυχαίες λέξεις
Ubywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, υποχωρώ, μείωση, παρακμή, ελαττώνομαι, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη