Uciąć στα ελληνικά

Μετάφραση: uciąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπή, κόβω, κόψιμο, περικόπτω, κονταίνω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Uciąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apolog στα ελληνικά - apologue
  • brygantyna στα ελληνικά - είδος ιστιοφόρου, Brigantine
  • eksterier στα ελληνικά - εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικές, εξωτερικά
  • filut στα ελληνικά - αλεπού, γελωτοποιός, Jester, γελωτοποιό, αστειολόγος, γελωτοποιού
Τυχαίες λέξεις
Uciąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπή, κόβω, κόψιμο, περικόπτω, κονταίνω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη