Uczynny στα ελληνικά
Μετάφραση: uczynny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Μεταφράσεις
- afiliować στα ελληνικά - προσκτώμαι, προσχωρώ, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
- atrofia στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
- bukłak στα ελληνικά - γδέρνω, δέρμα, προβιά, κατσίκας, δέρμα κατσίκας, από δέρμα κατσίκας, αιγός, ...
- hermetyczny στα ελληνικά - αεροδρόμιο, ερμητικός, ερμητική, ερμητικό, ερμητικού, συμφυή ερμητικά κλειστά
Τυχαίες λέξεις
Uczynny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Μεταφράσεις: συνεργάσιμος, συνεταιρισμός, εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο