Συνεταιρισμός στα πολωνικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspólny, pomocny, uczynny, spółdzielczy, spółdzielnia, współpraca, spółka, współudział, partnerstwo, partnerstwa
Συνεταιρισμός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, συνεταιρισμός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα πολωνικά - trwożliwy, trwożny, płochliwy, wstydliwy, nieśmiały, rzucać, pierzchliwy, ...
  • συνετά στα πολωνικά - przezornie, mądrze, rozsądnie, rozsądny sposób, roztropnie
  • συνετό στα πολωνικά - słuszny, sprawiedliwy, pożyteczny, roztropny, rozsądny, rzetelny, wskazany, ...
  • συνετός στα πολωνικά - sposób, słuszny, rozumny, celowy, dobrotliwy, rozważny, sprawiedliwy, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wspólny, pomocny, uczynny, spółdzielczy, spółdzielnia, współpraca, spółka, współudział, partnerstwo, partnerstwa