Udawać στα ελληνικά

Μετάφραση: udawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηδεύομαι, μιμούμαι, επισκευή, υποθέτω, προσποιούμαι, παριστάνω, επηρεάζω, πηγαίνω, επισκευάζω, ποζάρω, προκόβω, καμώματα, πόζα, ευδοκιμώ, ευημερώ, μιμηθούν, μιμούνται, μιμηθεί, μιμείται, απομίμηση
Udawać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anarchistyczny στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, αναρχικών, αναρχικού
  • duplikat στα ελληνικά - ομόλογος, διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
  • flirtowanie στα ελληνικά - φλερτ, φλερτάρει, το φλερτ, φλερτάρουν, φλερτάροντας
  • gospodarstwo στα ελληνικά - αγρόκτημα, σπίτι, οικογένεια, οικιακός, σπιτικό, ράντσο, εκμετάλλευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Udawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηδεύομαι, μιμούμαι, επισκευή, υποθέτω, προσποιούμαι, παριστάνω, επηρεάζω, πηγαίνω, επισκευάζω, ποζάρω, προκόβω, καμώματα, πόζα, ευδοκιμώ, ευημερώ, μιμηθούν, μιμούνται, μιμηθεί, μιμείται, απομίμηση