Uruchamiać στα ελληνικά
Μετάφραση: uruchamiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, προτρέπω, ξεκίνημα, παρακινώ, αρχίζω, ενεργοποιώ, διεγείρω, ξεκινώ, εκτελώ, αρχή, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autorytet στα ελληνικά - κύρος, αυθεντία, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
- graciarnia στα ελληνικά - ακατάστατο δωμάτιο
- halucynogenny στα ελληνικά - παραισθησιογόνα, παραισθησιογόνων, παραισθησιογόνο, τα παραισθησιογόνα, παραισθησιογόνες
- inercja στα ελληνικά - αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
Τυχαίες λέξεις
Uruchamiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, προτρέπω, ξεκίνημα, παρακινώ, αρχίζω, ενεργοποιώ, διεγείρω, ξεκινώ, εκτελώ, αρχή, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
Μεταφράσεις: τρέχω, προτρέπω, ξεκίνημα, παρακινώ, αρχίζω, ενεργοποιώ, διεγείρω, ξεκινώ, εκτελώ, αρχή, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει