Uwolnienie στα ελληνικά
Μετάφραση: uwolnienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειραφέτηση, κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, απαλλαγή, εξαγορά, απαλλάσσω, λύτρωση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absorbowanie στα ελληνικά - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
- anons στα ελληνικά - διαφήμιση, εξαγγελία, ανακοίνωση, διαφήμισης, η διαφήμιση, αγγελία, τη διαφήμιση
- biseksualny στα ελληνικά - αμφιφυλόφιλος, αμφιφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλοι, αμφισεξουαλικών, αμφιφυλόφιλους
- dyskretyzować στα ελληνικά - Διακριτοποιούμε, Διακριτοποιούμε ωσ, διαφορικές, συγκεκριμένες διαφορικές, Διακριτοποιούμε ωσ προς
Τυχαίες λέξεις
Uwolnienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειραφέτηση, κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, απαλλαγή, εξαγορά, απαλλάσσω, λύτρωση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
Μεταφράσεις: χειραφέτηση, κυκλοφορώ, εκκρίνω, δημοσιεύω, απαλλαγή, εξαγορά, απαλλάσσω, λύτρωση, ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση