Χειραφέτηση στα πολωνικά
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydzielenie, wyzwolenie, oswobodzenie, uwolnienie, emancypacja, emancypacji, emancypację, emancypacją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, χειραφέτηση στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα πολωνικά - uszko, uchwyt, obchodzić, klamka, kierować, antaba, obsłużyć, ...
- χειραγωγία στα πολωνικά - poradnictwo, kierownictwo, kierowanie, porada, informacja, prowadzenie, manipulator, ...
- χειραφετώ στα πολωνικά - wyemancypować, usamowolniać, wyzwalać, wyswobodzić, emancypować, uwalniać, uwłaszczać, ...
- χειρισμός στα πολωνικά - obracanie, manipulacja, manipulowanie, manipulacji, manipulacje, manipulacji na
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wydzielenie, wyzwolenie, oswobodzenie, uwolnienie, emancypacja, emancypacji, emancypację, emancypacją
Μεταφράσεις: wydzielenie, wyzwolenie, oswobodzenie, uwolnienie, emancypacja, emancypacji, emancypację, emancypacją