Wąsy στα ελληνικά
Μετάφραση: wąsy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agresywnie στα ελληνικά - επιθετικά, επιθετική, επιθετικό, δυναμικά
- bestseller στα ελληνικά - best-seller, μπεστ σέλερ
- domofon στα ελληνικά - ενδοεπικοινωνία, ενδοεπικοινωνίας, ενδοσυνεννόηση, ενδοσυνεννόησης, Θυροτηλέφωνο
- jadalny στα ελληνικά - βρώσιμα, βρώσιμο, εδώδιμα, βρώσιμων, εδώδιμο
Τυχαίες λέξεις
Wąsy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache
Μεταφράσεις: μουστάκι, το μουστάκι, μουστάκι του, mustache