Μουστάκι στα πολωνικά
Μετάφραση: μουστάκι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wąsy, wąs, mustache, wąsów, wąsami
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μουστάκι
μουστάκι ονειροκρίτης, μουστάκι περιποίηση, μουστάκι στο στρατό, μουστάκι ορισμοί, μουστάκι με κλωστή, μουστάκι λεξικό γλώσσας πολωνικά, μουστάκι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μουσκέτο στα πολωνικά - muszkiet, karabin, Musket, muszkietu, z muszkietu
- μουσκεύω στα πολωνικά - przesiąknąć, wymoczyć, przepacać, namoczyć, nasiąkać, maczać, przesiąkać, ...
- μουστάρδα στα πολωνικά - musztarda, musztardowy, gorczyczny, gorczyca, gorczycy, musztardy
- μουστερής στα πολωνικά - zleceniodawca, klient, nabywca, konsument, Mousteris
Τυχαίες λέξεις
Μουστάκι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wąsy, wąs, mustache, wąsów, wąsami
Μεταφράσεις: wąsy, wąs, mustache, wąsów, wąsami