Wątpliwość στα ελληνικά

Μετάφραση: wątpliwość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένσταση, αμφιβολία, ερώτηση, ερώτημα, αβεβαιότητα, ζήτημα, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
Wątpliwość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • austeria στα ελληνικά - πανδοχείο, χάνι, Inn, το πανδοχείο, πανδοχείου
  • bezpołączeniowy στα ελληνικά - χωρίς σύνδεση, connectionless, ασυνδεσιστρεφής, άνευ συνδέσεως
  • cyjanowy στα ελληνικά - κυανικός, κυανικό, κυανικού, κυανικού εκδόχου
  • glejt στα ελληνικά - ασφαλή, ασφαλούς, χρηματοκιβώτιο
Τυχαίες λέξεις
Wątpliwość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένσταση, αμφιβολία, ερώτηση, ερώτημα, αβεβαιότητα, ζήτημα, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω