Włamać στα ελληνικά
Μετάφραση: włamać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arktyczny στα ελληνικά - αρκτικός, αρκτική, αρκτικές, αρκτικό, αρκτικής
- bestia στα ελληνικά - κτήνος, ζώο, θηρίο, θηρίου, τέρας, κτήνους
- defraudować στα ελληνικά - υπεξαιρώ, καταχρώμαι, σφετερίζομαι, εξαπάτηση, εξαπατήσουν, εξαπάτησης, την εξαπάτηση, ...
- dostrajanie στα ελληνικά - κούρδισμα, Tuning, Συντονισμός, συντονισμού, βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας
Τυχαίες λέξεις
Włamać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή