Wdrapać στα ελληνικά

Μετάφραση: wdrapać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Wdrapać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asekurować στα ελληνικά - προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
  • cybernetyczny στα ελληνικά - κυβερνητικός, κυβερνητικής, κυβερνητικό, κυβερνητική, cybernetic
  • dozorować στα ελληνικά - επιμελούμαι, περιποιούμαι, εποπτεύω, επιθεωρώ, επιβλέπω, εποπτεύει, επιβλέπει, ...
  • duszenie στα ελληνικά - σιγοβράζω, υποθάλπω, ασφυξία, ασφυξίας, πνιγμού, η ασφυξία
Τυχαίες λέξεις
Wdrapać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που