Wiek στα ελληνικά

Μετάφραση: wiek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εποχή, αιώνας, εκατονταετηρίδα, αιωνιότητα, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Wiek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arkada στα ελληνικά - αψίδωση, στοά, Arcade, ψυχαγωγίας, στοάς, το arcade
  • carat στα ελληνικά - τσαρισμό, τον τσαρισμό, τσαρισμού, τσαρισμός, από τον τσαρισμό
  • ciągliwy στα ελληνικά - ελαστικός, εύπλαστος, όλκιμο, όλκιμος, όλκιμου, ο όλκιμος
  • gibki στα ελληνικά - εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητος, εύκαμπτο, λυγερή, λυγερόκορμος
Τυχαίες λέξεις
Wiek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εποχή, αιώνας, εκατονταετηρίδα, αιωνιότητα, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών