Wolno στα ελληνικά

Μετάφραση: wolno, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιγά, ελεύθερα, αργά, απεριόριστα, βραδύς, σιγά-, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Wolno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ambicja στα ελληνικά - βλέψη, φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, τη φιλοδοξία, φιλοδοξιών
  • bożyszcze στα ελληνικά - ίνδαλμα, είδωλο, είδωλό, ειδώλιο, το είδωλό, ειδώλου
  • humorysta στα ελληνικά - ευθυμόγραφος, ευθυμογράφο, ευθυμογράφων, ευθυμογράφου, χιουμορίστας
  • indukcyjność στα ελληνικά - επαγωγή, αυτεπαγωγή, αυτεπαγωγής, επαγωγής, επαγωγική
Τυχαίες λέξεις
Wolno στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιγά, ελεύθερα, αργά, απεριόριστα, βραδύς, σιγά-, δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης