Wprawa στα ελληνικά

Μετάφραση: wprawa, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεξιότητα, άσκηση, πρακτική, φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων
Wprawa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezsensownie στα ελληνικά - παράλογα, παράλογο, παράλογη, παράδοξο, παράδοξο τρόπο
  • bezzwłoczny στα ελληνικά - υποκινώ, γοργός, ωθώ, γρήγορος, άμεσος, άμεση, άμεσο, ...
  • donosicielstwo στα ελληνικά - ενημέρωση, την ενημέρωση, ενημερώνοντας, ενημέρωση των, ενημερώσει
  • gderać στα ελληνικά - γκρινιάζω, μουγκρίζω, αποπαίρνω, τζαναμπέτης, μεμψιμοιρώ, γκρινιάρης, αλογάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Wprawa στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεξιότητα, άσκηση, πρακτική, φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων