Wspólny στα ελληνικά

Μετάφραση: wspólny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεταιρισμός, ένα, γόμφος, κοψίδι, αμοιβαίος, κοινός, συνηθισμένος, άρθρωση, ένας, μία, συνεργάσιμος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Wspólny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrypienie στα ελληνικά - κοάζω, Ράσπες, rasps, Λίμες, πολλές ράσπες
  • cierniowy στα ελληνικά - ακανθώδης, αγκαθωτός, ακανθώδες, ακανθώδη, ακανθώδους
  • dratwa στα ελληνικά - τυλίσσομαι, συστρέφω, συστρέφομαι, σπάγγος, τυλίσσω
Τυχαίες λέξεις
Wspólny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεταιρισμός, ένα, γόμφος, κοψίδι, αμοιβαίος, κοινός, συνηθισμένος, άρθρωση, ένας, μία, συνεργάσιμος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών