Αμοιβαίος στα πολωνικά
Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obopólny, wzajemny, obustronny, wspólny, wzajemnego, wzajemne, wzajemnej
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμοιβαίος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αμοιβάδα στα πολωνικά - ameba, pełzak, ameby, amoeba, pełzaków
- αμοιβή στα πολωνικά - nagrodzić, rekompensować, wynagrodzić, nagroda, wynagradzać, czesne, odpłata, ...
- αμπάρι στα πολωνικά - ładownia, postanawiać, posiadać, przetrzymywać, trzymać, zgotować, czekać, ...
- αμπέλι στα πολωνικά - winnica, winnic, winnicy, vineyard
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: obopólny, wzajemny, obustronny, wspólny, wzajemnego, wzajemne, wzajemnej
Μεταφράσεις: obopólny, wzajemny, obustronny, wspólny, wzajemnego, wzajemne, wzajemnej