Wspierać στα ελληνικά
Μετάφραση: wspierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπίζω, συνήγορος, συμπαράσταση, υποστηρικτής, υποστήριγμα, αμύνομαι, βοηθώ, υπερασπίζομαι, υπερασπιστής, στήριγμα, προστατεύω, συνηγορώ, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akcentowanie στα ελληνικά - έμφαση, τονισμός, τονισμού, τονισμό, όξυνση, τον τονισμό
- czerwony στα ελληνικά - ροδαλός, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
- eksternistyczny στα ελληνικά - εκτός των τειχών, εξωσχολικού, τειχών, εκτός των τειχών της, εξωτοιχωματικής
- hipodrom στα ελληνικά - ιπποπόταμος, ιπποδρόμιο, ιππόδρομο, Ιππόδρομος, ιπποδρόμου, τον Ιππόδρομο
Τυχαίες λέξεις
Wspierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπίζω, συνήγορος, συμπαράσταση, υποστηρικτής, υποστήριγμα, αμύνομαι, βοηθώ, υπερασπίζομαι, υπερασπιστής, στήριγμα, προστατεύω, συνηγορώ, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Μεταφράσεις: υπερασπίζω, συνήγορος, συμπαράσταση, υποστηρικτής, υποστήριγμα, αμύνομαι, βοηθώ, υπερασπίζομαι, υπερασπιστής, στήριγμα, προστατεύω, συνηγορώ, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη