Wykonywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wykonywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλος, αποδίδω, τελειώνω, υπακούω, ασκώ, χτίζω, πραγματοποιώ, εκτελώ, άσκηση, εκπληρώνω, περατώνω, κατασκευάζω, παγανίζω, επιδιώκω, οικοδομώ, τερματισμός, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Wykonywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • broszurować στα ελληνικά - ράβω, ραφή, βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφής
  • fikcyjnie στα ελληνικά - πλασματικά, εικονικά, πλασματικής, πλασματικά το, πλασματικά τοποθετούνται
  • hop στα ελληνικά - άνω, πάνω, πήδημα, λυκίσκος, λυκίσκου, χοπ
  • inokulacja στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ενοφθαλμισμό, εμβολιασμού
Τυχαίες λέξεις
Wykonywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλος, αποδίδω, τελειώνω, υπακούω, ασκώ, χτίζω, πραγματοποιώ, εκτελώ, άσκηση, εκπληρώνω, περατώνω, κατασκευάζω, παγανίζω, επιδιώκω, οικοδομώ, τερματισμός, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση