Επιδιώκω στα πολωνικά

Μετάφραση: επιδιώκω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dążyć, prześladować, uprawiać, wykonywać, kontynuować, ścigać, zalecać się, gonić, zabiegać, woo, Zalecać
Επιδιώκω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδιώκω

επιδιώκω κλίση, επιδιώκω συνώνυμα, επιδιώκω λεξικό, επιδιώκω αοριστος, επιδιώκω english, επιδιώκω λεξικό γλώσσας πολωνικά, επιδιώκω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • επιδεξιότητα στα πολωνικά - wyrobienie, umiejętność, zwinność, bystrość, sprawność, biegłość, wprawa, ...
  • επιδικάζω στα πολωνικά - przybić, przybijać, rozsądzać, rozstrzygać, przyznać, zasądzenie, orzec, ...
  • επιδοκιμάζω στα πολωνικά - aprobować, zaaprobować, pochwalić, aklamować, uznanie, uznawać, akceptować, ...
  • επιδοκιμασία στα πολωνικά - adnotacja, aprobata, uznanie, indos, pochwała, poparcie, żyro, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδιώκω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dążyć, prześladować, uprawiać, wykonywać, kontynuować, ścigać, zalecać się, gonić, zabiegać, woo, Zalecać