Wykpić στα ελληνικά
Μετάφραση: wykpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιγελώ, σαρκάζω, γελοιοποιώ, χλευάζω, διασυρμός, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czatować στα ελληνικά - κουβέντα, κουβεντιάζω, ενεδρεύω, καραδοκούν, ξαπλώνω σε αναμονή, ελλοχεύει
- cło στα ελληνικά - προβληματίζω, δασμοί, φόρος, έθιμα, τιμολόγιο, τελωνείο, φορολογώ, ...
- doświadczalnie στα ελληνικά - πειραματικά, πειραματικώς, πειραματική, πειραματικό
- ferromagnetyczny στα ελληνικά - σιδηρομαγνητικά, σιδηρομαγνητικό, σιδηρομαγνητικών, σιδηρομαγνητικού, σιδηρομαγνητική
Τυχαίες λέξεις
Wykpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιγελώ, σαρκάζω, γελοιοποιώ, χλευάζω, διασυρμός, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα
Μεταφράσεις: περιγελώ, σαρκάζω, γελοιοποιώ, χλευάζω, διασυρμός, πλαστός, κοροϊδεύω, mock, παρωδία, μακέτα