Wyleczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: wyleczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, γιατρεύω, επουλώνω, καπνίζω, αλατίζω, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berkel στα ελληνικά - Berkel, το Berkel
- faworyzować στα ελληνικά - εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
- finansista στα ελληνικά - χρηματοδότης, χρηματοδότη, χρηματιστής, οικονομολόγος, ταμειακές
- gazownictwo στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βιομηχανία φυσικού αερίου, βιομηχανίας φυσικού αερίου, κλάδου του φυσικού αερίου, κλάδο του φυσικού αερίου, κλάδου του αερίου
Τυχαίες λέξεις
Wyleczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, γιατρεύω, επουλώνω, καπνίζω, αλατίζω, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση
Μεταφράσεις: θεραπεύω, γιατρεύω, επουλώνω, καπνίζω, αλατίζω, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπείας, σκλήρυνσης, σκλήρυνση