Wymuszać στα ελληνικά

Μετάφραση: wymuszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, εκβιάζω, επιβάλλω, μόσχευμα, βία, πειθαναγκάζω, μπολιάζω, δύναμη, επιβάλουν, επιβάλλουν, επιβολή, την επιβολή, επιβάλει
Wymuszać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • broczyć στα ελληνικά - ρέω, ροή, εμβρέχω, κηλιδώ
  • eksperymentować στα ελληνικά - πειραματίζομαι, πείραμα, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα
  • geomorfologia στα ελληνικά - γεωμορφολογία, γεωμορφολογίας, η γεωμορφολογία, της γεωμορφολογίας, τη γεωμορφολογία
  • inkrementacja στα ελληνικά - αύξηση, προσαύξηση, αύξησης, προσαύξησης, αυξήσεως
Τυχαίες λέξεις
Wymuszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, εκβιάζω, επιβάλλω, μόσχευμα, βία, πειθαναγκάζω, μπολιάζω, δύναμη, επιβάλουν, επιβάλλουν, επιβολή, την επιβολή, επιβάλει