Wyniosłość στα ελληνικά

Μετάφραση: wyniosłość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύψωση, ανάδειξη, ύψωση, έπαρση, ύψος, αλαζονεία, αγερωτό, haughtiness, υπεροψίας, υψηλοφροσύνη
Wyniosłość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aluwialny στα ελληνικά - προσχωματικός, προσχωσιγενή, αλλουβιακές, προσχωσιγενείς, προσχωσιγενών
  • archiwizowanie στα ελληνικά - Αρχείο, Archive, αρχειοθέτησης, το αρχείο, του αρχείου
  • butwieć στα ελληνικά - παρακμάζω, φθορά, σαπίζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, σήψη, ...
  • gąbka στα ελληνικά - σφουγγάρι, επιτελείο, σπόγγου, σπόγγο, σπόγγος
Τυχαίες λέξεις
Wyniosłość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύψωση, ανάδειξη, ύψωση, έπαρση, ύψος, αλαζονεία, αγερωτό, haughtiness, υπεροψίας, υψηλοφροσύνη