Wyolbrzymiać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyolbrzymiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Wyolbrzymiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bojowiec στα ελληνικά - μαχητής, μαχητή, μαχητικό, μαχητικά, αγωνιστή
  • bumelant στα ελληνικά - τεμπέλης, κηφήνας, βουίζω, απών, απόντων, απόντες, απούσα, ...
  • grępel στα ελληνικά - κάρτα, κτενιστής, λαναριστική, Comber, χάνοι, τελική λαναριστική
  • intrygancki στα ελληνικά - ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσες, ραδιουργώντας
Τυχαίες λέξεις
Wyolbrzymiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, παραλέω, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν