Wywód στα ελληνικά

Μετάφραση: wywód, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλογισμός, λογομαχία, επιχείρημα, επαγωγή, διαφωνία, συλλογιστικός, έκπτωση, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη
Wywód στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • budżetowy στα ελληνικά - χρηματοοικονομικές, χρηματοοικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
  • całka στα ελληνικά - ακέραιος, ολοκλήρωμα, αναπόσπαστο, ενιαίο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένο
  • cytolog στα ελληνικά - κυτταρολόγο, κυτταρολόγος
  • eksklamacja στα ελληνικά - επιφώνημα, επιφωνήματα, θαυμαστικά, τα θαυμαστικά, επιφωνημάτων, κραυγές
Τυχαίες λέξεις
Wywód στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλογισμός, λογομαχία, επιχείρημα, επαγωγή, διαφωνία, συλλογιστικός, έκπτωση, το επιχείρημα, επιχειρηματολογία, επιχείρημα αυτό, άποψη