Wywodzić στα ελληνικά

Μετάφραση: wywodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέρχομαι, στείρα, παράγομαι, αντλώ, μίσχος, στέλεχος, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται
Wywodzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • biotyna στα ελληνικά - Βιοτίνη, Η βιοτίνη, βιοτίνης, Biotin, με βιοτίνη
  • bumelant στα ελληνικά - τεμπέλης, κηφήνας, βουίζω, απών, απόντων, απόντες, απούσα, ...
  • chwyt στα ελληνικά - αμπάρι, παλεύω, λαβή, δάγκωμα, δείκτης, απομόνωση, χερούλι, ...
  • fryza στα ελληνικά - διάζωμα, ζωφόρος, σούφρα, ταραχή, ruffle, βολάν, ανακατεύω
Τυχαίες λέξεις
Wywodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέρχομαι, στείρα, παράγομαι, αντλώ, μίσχος, στέλεχος, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται