Wzdrygać στα ελληνικά
Μετάφραση: wzdrygać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχωρώ, ξεκινώ, αρχίζω, αρχή, ξεκίνημα, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amalgamowanie στα ελληνικά - συγχώνευση, συγχώνευσης, συνένωση, αμάλγαμα, τη συγχώνευση
- dopuszczać στα ελληνικά - εισάγω, κάνω, διαπράττω, αφήνω, επιτρέπω, παραδέχομαι, ενοικιάζομαι, ...
- dorwać στα ελληνικά - κατάσχω, αρπάζω, καταλαμβάνω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, ...
- golonka στα ελληνικά - άρθρωση, στρώνομαι, άρθρωσης, αρθρώσεων, ακραξόνιο
Τυχαίες λέξεις
Wzdrygać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχωρώ, ξεκινώ, αρχίζω, αρχή, ξεκίνημα, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο
Μεταφράσεις: υποχωρώ, ξεκινώ, αρχίζω, αρχή, ξεκίνημα, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο