Wzmocnić στα ελληνικά

Μετάφραση: wzmocnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδυναμώνω, καρφώνω, εδραιώνω, εμπεδώνω, καρδαμώνω, νεύρο, ενισχύω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Wzmocnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drobny στα ελληνικά - θίγω, ψιλή, λεπτό, λεπτομερής, ελαφρύς, φίνος, πρόστιμο, ...
  • eksmitować στα ελληνικά - κάνω έξωση, εκδιώξει, εκδιώξουν, εκδιώξει τους, έξωση
  • fucha στα ελληνικά - Fucha
  • grzebać στα ελληνικά - ρίζα, πασπατεύω, σπρώχνω, αγγειοπλάστης, τσιγκλώ, θάβω, ψάχνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Wzmocnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδυναμώνω, καρφώνω, εδραιώνω, εμπεδώνω, καρδαμώνω, νεύρο, ενισχύω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση