Wzrost στα ελληνικά

Μετάφραση: wzrost, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, κλιμάκωση, αναστηλώνω, ανάπτυξη, άνοδος, ανεβάζω, διαστολή, αυξάνω, σηκώνω, αυξάνομαι, τριαντάφυλλο, εξάπλωση, έξαρση, ύψος, ενισχύω, υψώνω, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Wzrost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bochenek στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
  • dola στα ελληνικά - ευτυχία, μοίρα, πεπρωμένο, κλήρος, μοιράζομαι, μοιράζω, ειμαρμένη, ...
  • etnograf στα ελληνικά - εθνογράφος, εθνογράφου, λαογράφου, λαογράφος, εθνογράφο
  • górujący στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
Τυχαίες λέξεις
Wzrost στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, κλιμάκωση, αναστηλώνω, ανάπτυξη, άνοδος, ανεβάζω, διαστολή, αυξάνω, σηκώνω, αυξάνομαι, τριαντάφυλλο, εξάπλωση, έξαρση, ύψος, ενισχύω, υψώνω, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης