Zaakcentować στα ελληνικά
Μετάφραση: zaakcentować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, υπογραμμίζω, τονίσει, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσω, δίνουν έμφαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biurowy στα ελληνικά - γραφειοκρατικός, του, από, της, των
- fałszerz στα ελληνικά - πλαστός, κάλπικος, κίβδηλος, παραχαράκτης, παραχαράκτη, πλαστογράφος, παραποιητή, ...
- fosforanowy στα ελληνικά - φωσφορικό άλας, Φωσφορικό, φωσφορικών, Phosphate, Φωσφορικού
- horda στα ελληνικά - ορδή, πλήθος, Horde, ορδής, ορδές, στίφος
Τυχαίες λέξεις
Zaakcentować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, υπογραμμίζω, τονίσει, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσω, δίνουν έμφαση
Μεταφράσεις: τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, υπογραμμίζω, τονίσει, τονίζουν, υπογραμμίζουν, τονίσω, δίνουν έμφαση