Zaakceptować στα ελληνικά

Μετάφραση: zaakceptować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέχομαι, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, συγχωρώ, αποδέχομαι, παραδέχομαι, παραβλέπω, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Zaakceptować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adwokat στα ελληνικά - δικηγόρος, καμαρίλα, συνηγορώ, συμβουλεύω, υποστηρικτής, συνήγορος, υπερασπιστής, ...
  • dobosz στα ελληνικά - τύμπανο, τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
  • drwal στα ελληνικά - ξυλοκόπος, ξυλοκόπο, υλοτόμος, woodcutter, ξυλοκόπου
  • impresjonizm στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
Τυχαίες λέξεις
Zaakceptować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέχομαι, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, συγχωρώ, αποδέχομαι, παραδέχομαι, παραβλέπω, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί